- λαχανόπωλις
- λᾰχᾰνόπωλ-ις, ιδος, ἡ,A = -ήτρια, Ar.V.497, Alexand.Com.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαχανόπωλις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανοπώλις — η (Α λαχανόπωλις, ώλιδος) βλ. λαχανοπώλης … Dictionary of Greek
λαχανοπώλιδος — λαχανόπωλις fem gen sg λαχανοπώλης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανόπωλιν — λαχανόπωλις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανοπώλης — ο, θηλ. λαχανοπώλις και λαχανοπωλήτρια (Α λαχανοπώλης, θηλ. λαχανόπωλις και λαχανοπωλήτρια) αυτός που πουλάει λάχανα, μανάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. κρεο πώλης] … Dictionary of Greek